τελειοπρόσωπον

τελειοπρόσωπον
το, Μ
(για τον Χριστό) η τελειότητα, η πληρότητα τού προσώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος + πρόσωπον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”